πικραμίνη

πικραμίνη
η, Ν
χημ. αζωτούχος οργανική αρωματική ένωση, που χρησιμοποιείται ως εκρηκτική ύλη, γνωστή και ως 2,4,6τρινιτρανιλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. picramine (< πικρός + αμίνες*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πικραμίδιο — το, Ν χημ. η πικραμίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. picramide (< πικρός + αμίδια*)] …   Dictionary of Greek

  • πικραμινικός — ή, ό φρ. «πικραμινικό οξύ» αζωτούχος οργανική αρωματική ένωση, που χρησιμοποιείται ως χημικός δείκτης και για την παρασκευή αζωχρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. picraminic acid (< πικραμίνη*)] …   Dictionary of Greek

  • τρινιτρανιλίνη — η, Ν χημ. άλλη ονομασία τής οργανικής ένωσης πικραμίνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”